«Μή κρίνετε ἵνα μη κριθῆτε» (Ματθ. 7,2)
Φοβερός εἶναι αὐτός ὁ λόγος πού μᾶς ἐπιτρέπει νά γλιτώσουμε τήν κρίση καί νά συγχωρεθοῦν ὅλες οἱ ἁμαρτίες μας καί τά λάθη. Γιά μιά τόσο μικρή προσπάθεια – δηλαδή νά μήν κρίνουμε – ὁ Θεός σάν ἀνταμοιβή θά κάνη τό ἴδιο. Ἀντίθετα ὅμως ἐάν κρίνουμε τόν πλησίον μας, ὁ Θεός θά κάνει τό ἴδιο μέ ἐμᾶς καί ὅπως μετρήσαμε ἔτσι θά μετρηθοῦμε, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο. Λοιπόν γιατί νά κρίνουμε τόν ἀδελφόν μας;
Δέν εἶναι τίποτα ἄλλο ἐκτός ἀπό τήν ὑπερηφάνειά μας πού μάς σπρώχνει νά τό κάνουμε, αὐτή εἶναι πού μας κάνει νά πιστεύουμε ὅτι τά ξέρουμε ὅλα καί πού μᾶς τοποθετεῖ πάνω ἀπ’ ὅλους.
Ἕνας ἄλλος λόγος λέγει : «Αὐτός πού τά καταλαβαίνει ὅλα, ὅλους τούς συγχωρεῖ.» Μέσα στή βιασύνη μας κρίνουμε τόν ἄλλον ἀπό κάποιο ἐξωτερικό σημάδι, ἐνῶ ἀγνοοῦμε τί τοῦ συμβαίνει στ’ ἀλήθεια καί δέν λαμβάνουμε ὑπ’ ὄψι ὅτι ἡ συμπεριφορά τοῦ ἔχει κάποιες ρίζες πολύ μακρινές.
Ἀντί νά καλύπτουμε τίς ἀδυναμίες τοῦ ἀδελφοῦ μας, ἀντί νά τόν βοηθήσουμε νά σηκωθῆ, ἐμεῖς κάνουμε τό ἀντίθετο. Ἐάν πρέπει νά συγχωροῦμε αὐτούς πού μᾶς βλάψανε καί νά μήν τούς κρίνουμε (ὅπως λέμε στό Πάτερ ἡμῶν : καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν ) πολύ περισσότερο πρέπει να ἀπέχουμε ἀπό τό νά κρίνουμε καί νά κατακρίνουμε τόν ἀδελφόν μᾶς γιά πράγματα πού δέν μᾶς ἀφοροῦν καθόλου. Ἐάν αὐτός ντύνεται ἔτσι ἤ ἀλλιῶς ἤ ξοδεύει τά χρήματά του σέ αφορᾶ ;
Μία ιστορία τοῦ Γεροντικοῦ μοῦ έρχεται στό νοῦ : Ἕνας αδελφός ἐτοιμοθάνατος ἦταν πολύ χαρούμενος. Οἱ ἄλλοι ἀδελφοί πού ἤσαν γύρω του ἀπόρησαν γιατί τόν ἤξεραν ὅτι ἦταν αμελής. Τόν ρωτήσαν λοιπόν πῶς μπορεῖ νά εἶναι τόσο αἰσιόδοξος ἀφοῦ τόν χαρακτήριζε τόση αμέλεια; Αὐτός τούς ἀπάντησε : Πιστεύω στό λόγο τοῦ Κυρίου πού λέει : Μή κρίνετε ἵνα μη κριθῆτε, καί ἐγώ παρά τήν ἀμέλειά μου πάντα φύλαξα τήν ἐντολή νά μήν κρίνω. Καί ἔτσι ἀνεπαύθη ἐν εἰρήνη πρός Κύριον.
Εὔχομαι καί ἐμείς νά ἀναπαυθοῦμε ἐν εἰρήνη πρός Κύριον τήν ἡμέρα πού μόνον αὐτός γνωρίζει.
Γιά νά τελειώσω θά σᾶς διηγηθῶ ἀκόμη μία ἱστορία ἀπό το Γεροντικό.
Ἕνας ἀσκητής διηγήθη τό ἐξῆς περιστατικόν. Κάποτε παρέμενα εἰς ἕνα ἀπομακρυσμένον σημεῖον τῆς ἐρήμου. Μέ ἐπεσκέφθη λοιπόν μίαν φοράν ἕνας γνωστός άδελφός ἀπό τό Κοινόβιον.
Τί κάμουν—τοῦ λέγω—οἱ Πατέρες;
Δι' εὐχών σου εἶναι καλά καί ὑγιαίνουν, μοῦ ἀπαντᾶ.
Κατόπιν τόν ἠρώτησα καί διά κάποιον ἀδελφόν ἔχοντα κακήν φήμην καί μοῦ λέγει :
– Σέ διαβεβαιῶ, Γέροντά μου, ὁ ἴδιος εἶναι πάντοτε, εἰς τίποτε δέν ἤλλαξεν. Εἰς τήν πληροφορίαν αὐτήν δέν εἶπα τίποτα, ἁπλῶς μία λέξις ἐξέφυγε ἀπό τά χείλη μου, ὡς αὐθόρμητος πόνος.
– Οὔφ ! ἔκαμα.
Καί ὅμως ἰδού τί μοῦ συνέβη. Μόλις εἶπα αὐτό, ἀμέσως κατελήφθην ἀπό τήν ἀνάγκην τοῦ ὕπνου καί περιέπεσα εἰς ἔκστασιν, καί βλέπω ὅτι εὑρέθην ἐπάνω εἰς τόν Ἅγιον τόπον τοῦ Κρανίου τοῦ Γολγοθᾶ καί ἐπ' αὐτοῦ τόν Κύριον ἡμών Ἰησοῦν Χριστόν, ἐσταυρωμένον μεταξύ τῶν δύο ληστῶν. Ἀπό πόνον καί συγκίνησιν ὥρμησα νά προσκυνήσω τόν Κύριόν μας. Μόλις ὅμως ἐπλησίασα, ὁ Κύριος ἐστράφη πρός τούς παριστάμενους πλησίον τοῦ Ἁγίους Ἀγγέλους καί μέ ἰσχυράν φωνήν τούς διατάσσει.
— Ἐκδιώξατέ τον αὐτόν, διότι εἶναι δι' ἐμέ ἀντίχριστος, πρίν ἐγώ δικάσω, αὐτός κατέκρινε τόν ἀδελφόν του.
Ἐνώ δέ ἐξεδιωκόμην βιαίως ἀπό τόν θαυμαστόν ἐκείνον χῶρον, κλείει ἔξαφνα ἡ θύρα καί μοῦ πιάνει τό ῥάσον μου. Ἐγώ τό ἄφησα καί ἔφυγα καί ἀμέσως ἐξύπνησα.
Ἐμβαθύνων δέ καί ἐξηγῶν τά ὅσα εἶδα, λέγω εἰς τόν ἐπισκέπτην ἀδελφόν.
– Αὐτή ἡ ἡμέρα εἶναι δι' ἐμέ πονηρά καί ἁμαρτωλή.
– Διατί, πάτερ; μέ ἐρωτᾷ ὁ ἀδελφός. Τότε τοῦ ἐξιστόρησα τό ὅραμά μου. Τό πλέον θαυμαστόν, ἀλλά καί δι' ἐμέ ὀδυνηρόν, ὑπῆρξεν ἡ στέρησις τοῦ ράσου, τό ὁποῖον συμβολίζει τήν σκέπην τοῦ Θεοῦ, καί τό ὁποῖον ἐκρατήθη ἀπό τήν θαυμαστήν ἐκείνην θύραν.
Ἀπό τότε, ἐπί ἑπτά ἔτη περιεπλανώμην ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τῆς Δόξης εἰς τάς ἐρήμους, χωρίς νά γεύωμαι ἄρτου, χωρίς νά παραμένω ὑποκάτω στέγης, χωρίς νά συναναστρέφομαι μέ ἀνθρώπους. Καί τότε μόνον ἡσύχασα, ὅταν εἶδον καί πάλιν τόν Κύριόν μου εἰς τόν Κρανίου τόπον, ὅπως καί τήν πρώτην φοράν, καί ἐπέτρεψε νά μοῦ ἐπιστραφῇ τό ράσον, δεῖγμα τῆς ἐπανόδου εἰς ἐμέ τῆς σκέπης τοῦ Θεοῦ. Ἱερομόναχος Κασσιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου