Θά ἤθελα νά σταθῶ λίγο στήν ἁγία Εἰκόνα τῶν γυναικῶν μυροφόρων καί νά ἀναφέρω στήν ἀγάπη σας, τά λίγα πού γνωρίζω καί αὐτά πού οἱ Πατέρες λένε γι ̓ αὐτήν τήν Εἰκόνα.
Πολύ νωρίς τό πρωΐ, τήν στιγμή πού τό σκοτάδι παλεύει μέ τό φῶς, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία, μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωσή, ἔσπευσαν πρός τόν Τάφο γιά νά ἀρωματίσουν τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἐκείνες, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία (πού δέν εἶναι καμμία ἄλλη ἀπό τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, καθώς ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ιωσής ἦταν δύο υἱοί ἀπό τόν πρῶτο γάμο τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ μνήστωρος τῆς Παναγίας), πού ἦρθαν πρώτες στόν Τάφο. Καί ἦταν ἀκριβῶς ἐκείνη ἡ στιγμή πού συνέβη ὁ μεγάλος σεισμός καί πού ὁ Ἄγγελος κύλισε τήν πέτρα μπροστά ἀπό τόν Τάφο καί οἱ φύλακες ἔπεσαν στήν γῆ σάν νεκροί ἀπό τόν τρόμο τους.
Ἡ Εἰκόνα μᾶς δείχνει τίς Μυροφόρες νά κρατοῦν σφιχτά ἡ μία τήν ἄλλη, βαστώντας τά δοχεία πού περιείχαν τά ἀρώματα στά χέρια τους. Ὁ ἄγγελος - πρόκειται γιά τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τον Παλαμά - βρίσκεται μεγαλοπρεπῶς καθήμενος πάνω στήν πέτρα πού ἔκλεινε τήν εἴσοδο τοῦ Τάφου, ντυμένος στά λευκά, σύμβολο τῆς χαρᾶς καί δείχνει στίς Μυροφόρες γυναῖκες τόν κενό Τάφο, πού περιεῖχε μόνο τά σάββανα ἀνέπαφα καί τό σουδάριο τυλιγμένο χωριστά πιό πέρα. «Μή φοβεῖσθε ὑμεῖς ̇ οἶδα γάρ ὅτι Ἰησοῦν τόν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε ̇ οὐκ ἔστιν ὧδε ̇ ἠγέρθη γάρ καθώς εἶπε». Αὐτό τό «ὑμεῖς» ἀπευθύνεται στίς γυναῖκες καί ὄχι στούς φοβισμένους φύλα- κες, πού κείττονταν σάν νεκροί στήν γῆ. Ἐνίοτε, ἡ Εἰκόνα τούς ἀναπαριστᾶ σάν μιά δευτερεύουσα λεπτομέρεια.
Μετά ἀπό αὐτήν τήν πρώτη ἐπίσκεψη, ὑπῆρξαν καί ἄλλες ἐπισκέψεις καί τά Εὐαγγέλια καί ἡ εἰκονογραφία μᾶς τίς ἀναφέρουν.
Μόνο ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ κατάλαβε τά λόγια τοῦ Ἀγγέλου, ἐνῶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἐξερχόμενη ἀπό τόν Τάφο γεμάτη φόβο, ἔμοιαζε νά μήν εἴχε ἀκούσει κάτι. Τό μόνο πού παρατήρησε ἦταν ὁ κενός Τάφος καί ἔσπευσε νά βρεῖ τόν Πέτρο καί τόν ἄλλο μαθητή, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. «Ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, συναντᾶ καί ἄλλες γυναῖκες πού πορεύονται πρός τόν Τάφο»: εἶναι αὐτές οἱ γυναίκες πού βλέπουμε σέ ἄλλες Εἰκόνες, μαζί μέ δύο ἀγγέλους αὐτή τή φορά, τόν ἕναν καθήμενον στήν κορυφήν καί τόν ἄλλον στήν βάση τοῦ Τάφου, εἰκονίζοντες ἔτσι ἀκριβῶς τήν Κιβωτό τῆς ∆ιαθήκης. Ἤ καλύτερα, ἡ Κιβωτός τῆς ∆ιαθήκης ἦταν ἐκείνη πού προεικόνιζε τόν Τάφο τοῦ Σωτῆρος, ἀληθινός τόπος συναντήσεως, ἀπό τόν ὁποῖον ἀναβλύζει ἡ Ζωή.
Ὅσον ἀφορᾶ τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους πού εἴχαν ἀκριβῶς τήν μορφή τῶν σπαργάνων, μέ τά ὁποία εἶναι τυλιγμένο τό Παιδίον στήν Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος λέει: «Ἐάν ἄφησε τά ροῦχα Του μέσα στόν Τάφο, εἶναι γιά νά μπορέσει ὁ Ἀδάμ νά μπεῖ γυμνός στόν Παράδεισο, ὅπως ἦταν πρίν τήν πτώση ̇ καθώς, ἐνῶ ἦταν ντυμένος ὅταν ἐξῆλθεν, ἔπρεπε νά ἀπογυμνωθεῖ γιά νά ξαναμπεῖ. Ἤ ἀκόμη ἄφησε τά ροῦχα Του γιά νά σηματοδοτήσει τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, καθώς, ὅπως ἀκριβῶς Ἐκεῖνος ἀναστήθηκε μέσα στήν δόξα καί χωρίς ροῦχα, ἔτσι κι ἐμεῖς θά ἀναστηθοῦμε μέ τά ἔργα μας καί χωρίς τό ἔνδυμά μας».
Ἕνα ἀκόμα τελευταῖο σημεῖο στήν εἰκόνα: τό μαῦρο βάραθρο, πίσω ἀπό τόν Τάφο. Αὐτή ἡ χαράδρα, ὅπως καί σέ ἄλλες Εἰκόνες, συμβολίζει τά σπλάγχνα τῆς γῆς. Καί εἶναι ἐκεῖ ὅπου ὁ Λυτρωτής μπῆκε, μέχρι τά βάθη τοῦ ᾌδου, γιά νά ψάξει γιά τό ἀπολωλώς πρόβατο. Εἶναι τήν στιγμή ὅπου τό σκότος παλεύει μέ τό φῶς τῆς ἡμέρας, πού οἱ γυναῖκες Μυροφόρες πῆγαν στόν Τάφο καί, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ἐκείνην ἀκριβῶς τήν στιγμή ὁ Χριστός, τό πραγματικό Φῶς, παλεύει μέ τό σκότος τῆς ἁμαρτίας. Τό σκότος τῆς νυχτός διαλύεται καί τήν θέση του παίρνει ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, κατά τήν ὁποίαν οἱ Μυροφόρες, γεμάτες ἀπό τήν πασχαλινή χαρά, πηγαίνουν νά ἀναγγείλουν στούς Ἀποστόλους τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, τό σκότος τῆς ἁμαρτίας διαλύεται γι ̓ αὐτούς πού, ἀναγεννημένοι ἀπό τήν τριπλή κατάδυση τοῦ ἁγίου βαπτίσματος - σύμβολο τῶν τριῶν ἡμερῶν πού ἔμεινε ὁ Χριστός στόν Τάφο, ζοῦν τόν Θάνατο καί τήν Ἀνάσταση Ἐκείνου πού εἶναι ἡ Ἀνάσταση καί ἡ Ζωή, τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀρχιμανδρίτης Κασσιανός